Κορσικανός

Κορσικανός
ο
θηλ.
1. ο μόνιμος κάτοικος της Κορσικής ή ο καταγόμενος από αυτή.
2. προσωνύμιο του Μ. Ναπολέοντα λόγω της καταγωγής του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κορσικανός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Κορσικής ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Corsicano] …   Dictionary of Greek

  • κορσικανικός — ή, ό [Κορσικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κορσική ή στον Κορσικανό («κορσικανική γλώσσα») …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”